- κρανιοθλάστης
- και κρανιοθραύστης, οτο ρόπαλο με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -θλάστης (< θλῶ) ή θραύστης (< θραύω), πρβλ. οστεο-θλάστης, καρυο-θραύστης. Η λ. κρανιο-θραύστης μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.